giovedì 14 marzo 2013

"L'ebreo" (di G.Clementi) in scena ad Atene per la regia di Pietro Nakos,all'Altera Pars-«Ο Εβραίος» ξεκινά στο Altera Pars

Ο θεατρικός οργανισμός Altera Pars  παρουσιάζει  για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο «Ο Εβραίος» σε ελεύθερη απόδοση και διασκευή Πέτρου Νάκου. Είναι βασισμένη στο έργο του Τζιάννι Κλεμέντι ( “L’ Ebreo” -  βραβείο SIAE ).
Μια ανατρεπτική κωμωδία, που μέσα από  πικρό  χιούμορ και απρόβλεπτες καταστάσεις, οδηγείται προς ένα αναπάντεχο φινάλε…
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση/Διασκευή : Πέτρος Νάκος
Σκηνοθεσία: Πέτρος  Νάκος
Σκηνικά/ Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Επιμέλεια μουσικής/ήχων: Ιάκωβος Δρόσος
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Παίζουν:  (Με σειρά εμφάνισης)
Μίνα  Χειμώνα  -  Χάρης  Σώζος  -  Μπάμπης  Κλαλιώτης

ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΟΚΙΜΗ: ΠΕΜΠΤΗ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΕ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ 6 ΕΥΡΩ

Προγραμματισμένη πρεμιέρα: Παρασκευή 15 Μαρτίου
Παραστάσεις: Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 20:00
Εισιτήρια: 15 ευρώ (κανονικό) – 10 ευρώ (μειωμένο)
Διάρκεια: 90’
Παραγωγή:  ALTERA PARS
Βρίσκεται: Μεγ. Αλεξάνδρου 123-Κεραμεικός / Τηλ. 210 3410011- fax: 210 3410950 www.alterapars.gr/altera_pars@yahoo.gr

Υπόθεση: Βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, το έτος  1955. Η xώρα παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Οι συνθήκες που επικρατούν θυμίζουν έντονα την Ελλάδα του σήμερα… αδύναμη οικονομία, πολιτική αβεβαιότητα, φτώχεια, ανασφάλεια…
Σε  αυτό  το ζοφερό και μίζερο περιβάλλον, το ζεύγος Τσιγαρίδα αποτελεί μια λαμπερή-ενίοτε προκλητική-εξαίρεση, απολαμβάνοντας  επί  13 χρόνια μια άνετη και  πολυτελή ζωή στο κέντρο της εβραϊκής συνοικίας της Θεσσαλονίκης…  Δεν  ήταν πάντα έτσι όμως… Εκείνος…. ένας απλός και ταπεινός υπάλληλος… Εκείνη… μια υπηρέτρια. Η τύχη τους  χαμογέλασε  αναπάντεχα και άλλαξε τη ζωή τους  προς το καλύτερο, ξαφνικά και απρόσμενα μια νύχτα του 43’, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν χάρη σε ένα παιχνίδι της μοίρας, βρέθηκαν  να καρπώνονται μια αξιοσέβαστη πλην όμως “ξένη” περιουσία. Ο Εβραίος  της  ιστορίας μας, εξέχων  μέλος της ευημερούσας και ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης , ένας πλούσιος  υφασματέμπορας  και εισοδηματίας , το αφεντικό του Χαράλαμπου Τσιγαρίδα, υπό  τον φόβο και την απειλή της δήμευσης της περιουσίας του από τις δυνάμεις  της γερμανικής κατοχής και της ναζιστικής νομοθεσίας, αποφασίζει στην απελπισία του, να μεταβιβάσει “εικονικά” το βιός του, στον έμπιστό του υπάλληλο Χαράλαμπο και τη σύζυγό του Ασημίνα, με την συμφωνία να το λάβει πίσω με τη λήξη του πολέμου.
Ο πόλεμος  τελείωσε,  αλλά ο “Εβραίος’’ δεν επέστρεψε… ποιός ξέρει τι να απέγινε… επί 13 χρόνια, ουδείς αναζήτησε την περιουσία… δημιουργώντας στο ζεύγος Τσιγαρίδα, δικαίως ή αδίκως, την πεποίθηση ότι η αναπάντεχη κοινωνική και η οικονομική τους ανέλιξη είναι  πλέον μια οριστική και αμετάκλητη πραγματικότητα.
 Ώσπου  ξαφνικά… ένας  απρόσκλητος επισκέπτης,  τους χτυπάει την πόρτα… Και αν είναι αυτός?  Ο νόμιμος  ιδιοκτήτης?  Αν είναι  ο “Εβραίος’’?  Ο κίνδυνος  να  απολέσουν τα “κεκτημένα’’ μιας  ζωής τους αναστατώνει… Η προοπτική  να  επιστρέψουν στο ταπεινό τους παρελθόν τους διχάζει και τους τρομοκρατεί. Να  τού  ανοίξουν?
 Η ανελέητη και  δαιμόνια  Ασημίνα, γοητευμένη από τη δύναμη του χρήματος, αποφασισμένη να “γαντζωθεί’’ με λύσσα σε ότι θεωρεί ότι της ανήκει, χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να κάμψει τις ηθικές αναστολές του φιλότιμου συζύγου της… τον πείθει να κρατήσουν την πόρτα κλειστή… Να αγνοήσουν το παλιό “αφεντικό’’, τον ευεργέτη τους… που δεν ήταν άλλωστε  παρά “ένας άσπλαχνος και χυδαίος τοκογλύφος, ένας εκμεταλλευτής’’. Ο Εβραίος όμως συνεχίζει  να  τους  χτυπά  επίμονα  την πόρτα. Επί  πέντε  ημέρες  παραμένουν  άυπνοι , αναζητώντας  λύση… Η δύναμη του χρήματος  έχει για τα καλά διαβρώσει τις ψυχές τους, ο φόβος και η ανασφάλεια της επιστροφής στο ταπεινό και φτωχικό παρελθόν θολώνει επικίνδυνα το μυαλό τους. Η αίσθηση  της πραγματικότητας  διαστρεβλώνεται σαδιστικά, οδηγώντας το ζευγάρι, στην απόλυτη παράνοια….
Η πόρτα της συνείδησης,  μπορεί να παραμένει ερμητικά κλειστή απέναντι σε όλους και σε όλα, αλλά όχι απέναντι στους ίδιους τους, τους εαυτούς…

L'ebreo

(Premio Siae - Eti - Agis - I edizione 2007)


Note dell’autore

Negli anni ’40
, con l’entrata in vigore delle leggi sulla discriminazione razziale, emanate dal regime fascista, molti ebrei, presagendo un destino incerto, avevano pensato di mettere al riparo i loro beni, da presumibili espropri, intestando le loro proprietà a prestanome fidati di razza ariana. Marcello Consalvi, al tempo oscuro ragioniere, è stato uno dei fortunati beneficiari. Il suo Padrone gli ha intestato tutte le proprietà. E’ ricco e vive con la moglie Immacolata nello splendido appartamento del Padrone nel ghetto ebreo di Roma. La vita borghese della coppia è improvvisamente sconvolta, dopo 13 anni, da qualcuno che bussa alla loro porta.
L’Ebreo nasce dal desiderio, partendo da un fatto poco frequentato storicamente e teatralmente, di indagare, per l’ennesima volta, l’animo umano. E specificatamente il grado di aberrazione che un essere umano può raggiungere pur di non rinunciare ai suoi privilegi. Certo, in quanto ad aberrazione, la storia contemporanea non teme confronti. La scrivo volutamente con la “s” minuscola questa storia, probabilmente perché vivendola in prima persona non ho di conseguenza avuto l’opportunità di somatizzarla. Ma la percezione che si ha di questi nostri anni tanto “piccoli” e tanto volgari, è talmente fastidiosa da provocare spesso una voglia,  più che di digestione, di esorcismo. Scriverne non è facile. Ricercare poi poesia in questa “storia” è davvero impresa impossibile. Poesia, spesso tragica, che al contrario si respira frequentemente nella “Storia”, con la “S” ‘stavolta sì maiuscola. La II guerra mondiale, ad esempio, ormai somatizzata e  sedimentata al punto da non costituire più un monito per le generazioni più giovani, assume per questo tentativo, l’aspetto di una vera e propria esigenza drammaturgica. Infatti, anche se è solo il ricordo della Guerra e delle atrocità degli anni ’40 ad essere evocato nel L’Ebreo,  ciò credo basti a riempire di significato altro l’invenzione della trama. La piccola storia di una coppia travolta dall’evento, tanto temuto, quanto atteso. Il tentativo di descrivere il progressivo deteriorarsi della certezza in una sorta di accidia, per quanto concerne il personaggio maschile, e da una vera e propria incredulità, che non tarda a trasformarsi in rabbia ed ira, ad obnubilare il personaggio femminile. La scelta espressiva del “romano” per raccontare tutto ciò, si inquadra, prima che in un percorso personale, nell’esigenza di proporre un’ambientazione ideale (Il Ghetto di Roma) e mettere in risalto le qualità/difetti dei protagonisti. E, a dispetto dei sacrosanti pregiudizi verso un uso/abuso cabarettaro-televisivo del linguaggio romano, in questo specifico caso, credo sia la lingua giusta per  esaltare in senso teatrale il cinismo e la follia dei nostri protagonisti.

Gianni Clementi
Note di Enrico Maria Lamanna

Era l’anno della nevicata a Roma
, quella del ‘56, anno in cui prende corpo la storia de L’Ebreo, premio Siae – Eti – Agis  scritto da Gianni Clementi.
Era da un po’ che io e Gianni ci inseguivamo: quel suo saper raccontare storie, semplicemente storie, quel suo amore verso il dialetto romano, alzato finalmente a lingua, erede di Monicelli, Risi, ma ancor più di Age e Scarpelli e di Suso Cecchi D’Amico.


E così, io che amo la drammaturgia contemporanea, sempre pronto a creare i classici del 2000, resto folgorato da Gianni e parto con L’Ebreo. E ne ricreo i sapori, le atmosfere di una Roma che fu, quella del ’56 appunto, nel pieno dopoguerra, ma dove però la capitale era in mano ad una classe di “cafoni arricchiti”, che vivevano di usura e di proprietà usurpate o acquisite dagli ebrei padroni di palazzine per la città di Roma e nel ghetto, che lasciavano in consegna alla servitù i propri averi prima di essere deportati, con l’impegno di riaverli al ritorno. Molti non sono tornati, pochi sì. Ed ecco la storia di Clementi: cosa succede se improvvisamente una famiglia proletaria si trova proprietaria di svariati beni, e la ricchezza li rende avidi, cattivi e sciacalli, che cosa succede se sempre improvvisamente si ripresenta l’Ebreo, legittimo proprietario, a richiedere dopo 13 anni i propri averi?


Mi trovo ora a dirigere Ornella Muti, al suo debutto teatrale. Per Ornella alias Francesca alias Immacolata (la protagonista) trovo un registro popolare, violento, arrabbiato, e se in Notturno di donna con ospiti di Ruccello l’Adriana di Giuliana De Sio al finale rivelava una Medea metropolitana, qui l’Immacolata di Ornella, sotto la neve che imbianca la capitale, rivela una lady Macbeth de nonatri, dolorosa e folle, vendicativa e selvaggia.
Con grande umiltà, Ornella ha indossato i panni di Immacolata, lasciandosi guidare nel dedalo ironico-tragico del personaggio pronto a tutto.

E se il marito rappresenta una Roma che fu, e Tito una Roma naif forte e greve, Immacolata è certamente il nuovo che avanza, che perde il concetto di valori e si accanisce anche contro se stessa.
E il percorso sonoro di questo spettacolo ci porta attraverso un film in bianco e nero, un po’ del tipo Poveri ma belli, ma anche un film dove Immacolata diventa pure una creatura della cinematografia di Aldrich degli anni ’60, e penso alla perfidia di Olivia De Havilland in Piano, piano, dolce Carlotta, ma dove riecheggia, invece, l’urlo della Magnani «Francesco!... Francesco!...», l’urlo della sopravvivenza.

A Giuliana, la mia amica di sempre.

Nessun commento:

Posta un commento